μάγειρε

μάγειρε
μάγειρος
masc voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μάγειρ' — μάγειρε , μάγειρος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαγειρεύω — μαγείρεψα, μαγειρε(υ)μένος 1. βράζω, ψήνω ή τηγανίζω φαγητό με διάφορα καρυκεύματα: Η γιαγιά μου συνήθως μαγειρεύει παραδοσιακά φαγητά. 2. μηχανορραφώ, ραδιουργώ, σχεδιάζω κάτι ύπουλα: Τα παιδιά κάθονται φρόνιμα, σίγουρα κάτι μαγειρεύουν! …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”